- παρακοινωνία
- η(νομ.) σύμβαση μεταξύ εταίρου, μέλους ορισμένης εταιρείας, και τρίτου, μη εταίρου, δυνάμει τής οποίας ο τρίτος μετέχει, διά τού εταίρου, στην εταιρεία δίχως να είναι μέλος της και ο τρίτος, δηλ. ο παρακοινωνός, καθίσταται έτσι συνεταίρος τού αντισυμβαλλομένου τού εταίρου αλλά όχι και τών συνεταίρων του.
Dictionary of Greek. 2013.